αποστραγγιστικός, -ή

αποστραγγιστικός, -ή
αυτός που συντελεί στην αποστράγγιση: Τα τελευταία χρόνια έγιναν στη χώρα μας μεγάλα αποστραγγιστικά έργα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποστραγγιστικός — ή, ό ο σχετικός με την αποστράγγιση του εδάφους («αποστραγγιστικά έργα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”